-
1 τραγωδούμενα
-
2 τραγῳδούμενα
-
3 τραγωδεω
1) исполнять роль в трагедии, играть (на сцене)(τέν Ἀνδρομέδαν Luc.)
2) описывать в трагедии, изображатьτὰ τραγῳδούμενα Plat. — трагедийные темы3) перен. изображать или произносить в трагическо-приподнятом стиле(τι Plat.)
ἀνατατικὸς καὴ τετραγῳδημένος Diod. — величественно-угрожающий;ὡς γράφει καὴ τραγῳδεῖ Θεόπομπος Plut. — как пишет с трагическим пафосом Феопомп -
4 τραγωδουμένας
τραγῳδουμένᾱς, τραγῳδέωact a tragedy: pres part mp fem acc pl (attic epic doric)τραγῳδουμένᾱς, τραγῳδέωact a tragedy: pres part mp fem gen sg (doric) -
5 τραγῳδουμένας
τραγῳδουμένᾱς, τραγῳδέωact a tragedy: pres part mp fem acc pl (attic epic doric)τραγῳδουμένᾱς, τραγῳδέωact a tragedy: pres part mp fem gen sg (doric) -
6 τραγῳδέω
2 c. acc. objecti, represent or exhibit in tragedy, τινας Id.Th.85;τ. τὴν Ἀνδρομέδαν Luc.Hist.Conscr.1
;τὰ παιδία.. τ. ὅτι ἂν ἴδῃ καὶ θαυμάσῃ Arr.Epict.3.15.5
:—[voice] Pass., to be made the subject of a tragedy, Isoc. 9.6, 15.136, Str.9.5.22, etc.; famous in tragedy,Plu.
Alex.35; subjects of tragedy,Id.
2.837c.3 metaph., make famous or well known, τὸ τάχιστον τετραγῳδημένον ἐν τῷ διώκειν, of Achilles, Arist.Ph. 239b25;ὅσα περὶ τὸ πρόσωπον φαίνεται τετραγῳδημένα κατὰ τὸ προγνωστικὸν ὑφ' Ἱπποκράτους Steph. in Gal.1.246D.
II metaph., tell in tragic style, declaim,ἡλίκα νῦν ἐτραγῴδει D.18.13
, cf. 19.189; ὀνόματα τ. dress up words, Pl.Cra. 414c:—[voice] Pass., ib. 418d, Phld.Oec.p.24J.; also, exaggerate, τραγῳδεῖν ἂν δόξειε μᾶλλον ἢ ἀληθεύειν would seem to be romancing, Gal.UP 16.4; μὴ τ. τὸ πρᾶγμα (sc. τὸ ἀποθανεῖν), ἀλλ' εἰπὲ ὡς ἔχει Arr.Epict.4.7.15
; στολαὶ τετραγῳδημέναι exlravagant, flaunting robes, Antiph.36; pompous, braggart,D.S.
5.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραγῳδέω
См. также в других словарях:
τραγῳδούμενα — τραγῳδέω act a tragedy pres part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγῳδουμένας — τραγῳδουμένᾱς , τραγῳδέω act a tragedy pres part mp fem acc pl (attic epic doric) τραγῳδουμένᾱς , τραγῳδέω act a tragedy pres part mp fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυθογραφία — Αρχαίο λόγιο φιλολογικό είδος, το οποίο ασχολείται με τους μύθους και αναπτύχθηκε στην ελληνιστική εποχή για φιλολογικούς σκοπούς. Η μ. διακρίνεται από τη λογοτεχνία και την ποίηση μυθολογικού περιεχομένου, από τα φιλοσοφικά και θεολογικά έργα… … Dictionary of Greek
τραγωδώ — τραγῳδῶ, έω, ΝΜΑ [τραγῳδός] απαγγέλλω ένα κείμενο με τραγικό τόνο νεοελλ. είμαι τραγωδός μσν. αρχ. τραγουδώ, άδω αρχ. 1. παρουσιάζω τραγωδία στη σκηνή και, κυρίως, παριστάνω κάτι σε τραγωδία 2. μτφ. α) κάνω κάτι γνωστό, τό κοινοποιώ β) υπερβάλλω… … Dictionary of Greek